πρόσω

πρόσω
ΝΜΑ, ποιητ. τ. πρόσσω και πόρσω, αττ. τ. πόρρω, συγκριτ. τ. προσωτέρω και πορρωτέρω, ποιητ. τ. συγκριτ. πόρσιον, υπερθ. τ. προσωτάτω και πορρωτάτω, ποιητ. τ. υπερθ. πόρσιστα, Α
επιρρ. (τοπ. με την έννοια τής κινήσεως) προς τα εμπρός (α. «πρόσω ολοταχώς» — κέλευσμα τού κυβερνήτη πλοίου προς τον μηχανικό για να τεθούν γρήγορα σε κίνηση οι μηχανές και να κινηθεί το σκάφος προς τα εμπρός με τη μέγιστη δυνατή ταχύτητα
β. «βῆναι πρόσω», Σοφ.)
αρχ.
1. τοπ. α) σε μεγάλη απόσταση («παπταίνει τὰ πόρσω», Πίνδ.)
β) πάρα πολύ μακριά
γ) κατά μέτωπο
δ) παραπέρα («μὴ πρόσω δὲ τοῡ ποταμοῡ προβαίνειν», Ξεν)
2. χρον. α) στο μέλλον
β) στο εξής
γ) (με γεν.) φρ. i) «πρόσω τῆς νυκτός» — σε προχωρημένη ώρα τής νύχτας
π) «πόρρω τοῡ βίου» — σε μεγάλη ηλικία
3. μτφ. σε μεγάλο βαθμό («εἰ μὴ πρόσω ἀρετῆς ἀνήκοι», Ηρόδ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. πρόσ(σ)ω (< *πρότ-) έχει σχηματιστεί από την πρόθεση πρό με επίθημα -tyō (πρβλ ὀπίσω, εἴσω). Ο τ. πόρσω / πόρρω κατά μία άποψη συνδέεται με το λατ. porrō και εντάσσεται στην οικογένεια τών πέρας*, πείρω*, πόρος*. Κατ' άλλη όμως άποψη, που φαίνεται περισσότερο πιθανή, ο τ. πόρσω έχει σχηματιστεί από τον τ. πρόσω με μετάθεση τού -ρ- (πρβλ. προτί: πορτί, τ. τού πρός). Την τελευταία άποψη ενισχύει και η ταυτόσημη σημ. τών πρόσω και πόρσω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πρόσω — forwards indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορρωτέρω — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορρώτατα — πρόσω forwards irreg̱superl indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορρώτερον — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωτάτω — πρόσω forwards irreg̱superl indeclform (adverb) προσωτέρω further on irreg̱superl indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσωτέρω — πρόσω forwards irreg̱comp indeclform (adverb) προσωτέρω further on irreg̱comp indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρρω — πρόσω forwards attic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρσιον — πρόσω forwards irreg̱comp poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρσιστα — πρόσω forwards irreg̱superl poetic indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρσω — πρόσω forwards attic doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”